- ἀξίωσας
- ἀ̱ξίωσας , ἀξιόωthinkaor ind act 2nd sg (doric aeolic)ἀξιόωthinkaor ind act 2nd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀξιώσας — ἀξιώσᾱς , ἀξιάω Hoffmann Inscr. pres part act fem acc pl (attic epic doric ionic) ἀξιώσᾱς , ἀξιάω Hoffmann Inscr. pres part act fem gen sg (doric) ἀξιώσᾱς , ἀξιόω think aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ομόφυλος — η, ο (ΑΜ ὁμόφυλος, ον) αυτός που κατάγεται από την ίδια φυλή, ομοεθνής («μόνος γὰρ τῶν Ἑλλήνων οὐχ ὁμοφύλου γένους ἄρχειν ἀξιώσας», Ισοκρ.) νεοελλ. αυτός που ανήκει στο ίδιο φύλο αρχ. 1. αυτός που ανήκει στο ίδιο γένος ή στο ίδιο είδος («τὰς δὲ… … Dictionary of Greek